λείψανδρος

λείψανδρος
λείψανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει έλλειψη ανδρικού πληθυσμού
2. (για γυναίκα) αυτή που εγκαταλείπει τον άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ- (βλ. λείπω) + -ανδρος (< ἀνήρ), πρβλ. άν-ανδρος, φίλ-ανδρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • γαμψός — ή, ό (AM γαμψός, ή, όν) κυρτός, αγκυλωτός αρχ. (για πτηνά) ο γαμψώνυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το γνάμπτω* «κάμπτω, λυγίζω». Το απλό γαμψός προήλθε κατ απόσπαση από το αρχαϊκό σύνθετο γαμψώνυξ < *γναμψωνυξ (πρβλ. και λειψός < λειψόθριξ …   Dictionary of Greek

  • λειψανδρία — η (AM λειψανδρία) [λείψανδρος] έλλειψη ανδρών, ιδίως νέων και δυνατών νεοελλ. έλλειψη ικανών ανδρών, πολιτικών, επιστημόνων κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • λειψανδρώ — λειψανδρῶ, έω (AM) [λείψανδρος] (για χώρα) έχω έλλειψη αρσενικού πληθυσμού, πάσχω από λειψανδρία …   Dictionary of Greek

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”